ποθές

ποθές
Ν
επίρρ.
1. σε κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο
2. (με άρνηση) πουθενά, σε κανένα μέρος («σ' φρόνεψι ταίρι ποθές δεν έχει», Ερωτοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. πόθε / ποθέ, κατά τα χθες, εψές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουτρουλευτός — ή, ό [κουτρουλεύω] κουρεμένος («η κεφαλή που σ ομορφιά ποθές δεν είχε ταίρι κουτρουλευτή την ήφηκε το αλύπητο μαχαίρι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • μηδεποθές — (Μ μηδεποθές) επίρρ. πουθενά («μηδέ δεντρό δε θέλει σται μηδεποθές κιανένα να μη βαστά... τ όνομα... τσ Αθούσας», Πανώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ποθές] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”